προθερμαίνω

προθερμαίνω
προθερμαίνω, προθέρμανα βλ. πίν. 44

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προθερμαίνω — ΝΑ θερμαίνω προηγουμένως νεοελλ. μέσ. προθερμαίνομαι (αθλ.) κάνω ελαφρές ασκήσεις για να προετοιμαστώ για αγώνα …   Dictionary of Greek

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προεκθερμαίνω — Α προθερμαίνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω εντελώς»] …   Dictionary of Greek

  • προθέρμανση — η / προθέρμανσις, άνσεως, ΝΑ [προθερμαίνω] η εκ τών προτέρων θέρμανση νεοελλ. 1. (μηχανολ.) προκαταρκτική θέρμανση ύδατος για τροφοδότηση ατμολέβητα ή μηχανής 2. (αθλ.) προετοιμασία για αγώνα με ελαφρές ασκήσεις 3. ιατρ. μια από τις βασικές αρχές …   Dictionary of Greek

  • προθερμαντήρας — ο, Ν συσκευή με την οποία ανυψώνεται η θερμοκρασία ενός σώματος και ειδικότερα ενός ρευστού πριν από τη χρησιμοποίησή του («προθερμαντήρας νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προθερμαίνω + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. υγραν τήρας). Η λ. στον λόγιο τ. προθερμαντήρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”